Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους Ορεστικού φιλοξενεί ευρήματα από το κεντρικό τμήμα της αρχαίας Ορεστίδος που χρονολογούνται από την εποχή του Ομήρου ως τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό. Τα εκθέματα προέρχονται από εντοπισμούς και παραδόσεις απλών κατοίκων ή εκπαιδευτικών, καθώς και από πρόσφατες ανασκαφές σε όλη την έκταση του σημερινού νομού Καστοριάς, δηλαδή του κεντρικού τμήματος της αρχαίας Ορεστίδας. Στις εκθεσιακές του ενότητες περιλαμβάνονται περίτεχνα κοσμήματα που συνοδεύονται από τελετουργικά αντικείμενα, αιχμές δοράτων, κεραμικά σκεύη, αλλά και πλούσια έργα τέχνης, αγαλμάτια και ενεπίγραφα μνημεία. Στα σημαντικά εκθέματα συμπεριλαμβάνεται μία μοναδική φαλαγγιτική ασπίδα του παιονικού πεζικού, καθώς και το ψήφισμα των Βαττυναίων, τη σημαντικότερη επιγραφή με πολιτικό περιεχόμενο από τη Δυτική Μακεδονία.
Η έκθεση παρακολουθεί τους πολιτικούς και πολιτιστικούς μετασχηματισμούς του κεντρικού τμήματος της Ορεστίδος σε τέσσερις διαδοχικές ενότητες, μετά από μία εισαγωγή για τη γεωγραφική περιοχή και για τον τρόπο δημιουργίας της συλλογής του Μουσείου.
Στην πρώτη ενότητα (1100-550 π.Χ.) παρουσιάζεται ένα εντυπωσιακό σύνολο ορειχάλκινων κοσμημάτων και τελετουργικών αντικειμένων, αιχμές δοράτων, κεραμικά σκεύη, καθώς και αναπαραστάσεις ανδρικής γυναικείας και παιδικής ταφής
Η δεύτερη ενότητα (Το βασίλειο της Ορεστίδος, 550-359 π.Χ.) ξεκινά με ένα αρχαϊκό αγαλματίδιο συμποσιαστή και περιλαμβάνει πρώιμα ενεπίγραφα μνημεία, μαρμάρινη σφίγγα και τμήμα επιτύμβιας στήλης, καθώς και κτερίσματα από τάφους των κλασικών χρόνων.
Από το 359 ως το 200 π.Χ. η Ορεστίδα αποτέλεσε τμήμα του βασιλείου της Μακεδονίας και οι Ορεστοί εντάχθηκαν στη μακεδονική φάλαγγα. Σε αυτή την ενότητα εκτίθενται αιχμή σάρισας και μία μοναδική φαλαγγιτική ασπίδα του παιονικού πεζικού, καθώς και ενεπίγραφα μνημεία.
Στην τελευταία ενότητα παρουσιάζονται αρχαιότητες που χρονολογούνται από την υποταγή των Ορεστών στους Ρωμαίους, το 200 π.Χ., μέχρι την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης, κοντά στο 300 μ.Χ. Η περιοχή διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τη διοικητική της αυτοτέλεια, όπως αποδεικνύει η επιβίωση του Κοινού των Ορεστών ως τοπικής πολιτικής ένωσης, αλλά και το ψήφισμα των Βαττυναίων, η σημαντικότερη επιγραφή με πολιτικό περιεχόμενο από τη Δυτική Μακεδονία. Σε μεγάλο βαθμό διατηρούνται επίσης η πολιτιστική και η θρησκευτική ταυτότητα των Ορεστών στα αφιερώματα προς τους θεούς και στα επιτύμβια των απλών πολιτών ή των αφηρωισμένων νεκρών, τα οποία εντυπωσιάζουν με την ποικιλία των μορφών τους.
Τι έχει διασωθεί από τους αρχαίους οικισμούς, τα ιερά και τα νεκροταφεία της αρχαίας Ορεστίδας μέσα στα όρια του σημερινού Νομού Καστοριάς; Ποιοι ήταν οι σιωπηλοί γείτονες του Τ.Ε.Ι. Καστοριάς και γιατί είχαν τόσα όπλα; Γιατί βρέθηκαν άδειοι οι «χυτρόποδες»;Ποιοι ήταν οι πλούσιοι νεκροί της Πενταβρύσου; Πώς βρέθηκε μια παιονική ασπίδα στην Κρεπενή; Πού συνεδρίαζε το Κοινόν των Ορεστών και πού η «εκκλησία» της πολιτείας των Βαττυναίων;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέτει ή απαντά το Μουσείο, στο οποίο για πρώτη φορά εκτίθενται συγκεντρωμένα και σχολιασμένα τα σημαντικότερα ίχνη του ελληνικού πολιτισμού που άνθισε σε αυτή την περιοχή από την εποχή του Όμηρου ως τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό.
Το Μουσείο βρίσκεται δίπλα στο Κέντρο Υγείας Άργους Ορεστικού. Στεγάζεται σε πτέρυγα του Δημοτικού Πολιτιστικού Κέντρου, η οποία παραχωρήθηκε για αυτό το σκοπό στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και είναι προσβάσιμη σε άτομα με κινητικές δυσκολίες (κεκλιμένοι διάδρομοι, ανελκυστήρας, WC AMEA).
Το Αρχαιολογικό Μουσείο είναι ανοιχτό για το κοινό και τα σχολεία από 8.30 π.μ. έως 3 μ.μ. κάθε μέρα πλην Δευτέρας.
Διεύθυνση: Ελευθερίου Βενιζέλου 9, 522 00 Άργος Ορεστικό
Τηλέφωνο: 24670 44616
Αρμόδιος φορέας λειτουργίας: ΚΘ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων
Σταθμού 8, 531 00 Φλώρινα
Τηλέφωνο: 23850 28206,
Ηλεκτρονική Διεύθυνση: kthepka@culture.gr
Το έργο «Μετατροπή πτέρυγας του Πολιτιστικού-Συνεδριακού Κέντρου Άργους Ορεστικού σε Αρχαιολογικό Μουσείο» υλοποιήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού στα πλαίσια του Γ΄ Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Δυτικής Μακεδονίας και χρηματοδοτήθηκε κατά 80% από το Ε.Τ.Π.Α. και κατά 20% από Εθνικούς Πόρους.