Αργείτικο Καρναβάλι

Οι μέρες της Πρωτοχρονιάς για το Άργος Ορεστικό έχουν μια μοναδικότητα. Το τριήμερο πριν και μετά την Πρωτοχρονιά οι Αργείτες γλεντούν μεταμφιεσμένοι. Το καρναβάλι δηλαδή δεν γίνεται τις Απόκριες όπως σε όλη την Ελλάδα, αλλά μέσα στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και ειδικά την Πρωτοχρονιά. Αυτό ήταν και έθιμο της Δυτικής Μακεδονίας από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Μέσα στο δωδεκαήμερο των εορτών εντάσσεται και το καρναβάλι της Καστοριάς, τα «Ραγκουτσάρια» που γίνονται τα Φώτα και τον Αϊ-Γιάννη.

Στο Αργείτικο καρναβάλι το τριήμερο γλέντι ξεκινάει από το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς με τα «μπουλούκια» που χορεύουν στις γειτονιές μερακλωμένα από τους ήχους λαϊκών οργάνων.

Την Πρωτοχρονιά το μεσημέρι γίνεται η παρέλαση του καρναβαλιού με κυρίαρχο στοιχείο τη σάτυρα (πολιτική και κοινωνική) και δεύτερο το θέαμα, στοιχείο από νεώτερες επιδράσεις.

Τη δεύτερη μέρα (2 Ιανουαρίου) το καρναβάλι λέγεται «Πατερίτσα» και είναι μέρα που ξεφαντώνουν οι γυναίκες μεταμφιεσμένες.

Στο Πρωτοχρονιάτικο καρναβάλι είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς το Διονυσιακό στοιχείο, αφού το κέφι των μασκαρεμένων εντείνεται με το κρασί. Οι παλιοί μας λένε, πάντως, ότι το έθιμο ανάγεται στην Τουρκοκρατία. Επειδή οι Τούρκοι άρχοντες απαγόρευαν τη νυχτερινή έξοδο και τις συγκεντρώσεις όλο το χρόνο, αλλά ήταν ανεκτικοί τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, οι Αργείτες « Χρουπιστινοί με το παλιό όνομα» εκμεταλλεύονταν τα έθιμα των ημερών για να ανταμώσουν μεταξύ τους. Επισκέπτονταν τα σπίτια συγγενών και φίλων μεταμφιεσμένοι, τραγουδούσαν, έπιναν, έτρωγαν και μάζευαν φιλοδωρήματα. Ιδιαίτερα για τα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα λένε, μεταμφιεσμένοι αντάρτες αντάλλασαν μηνύματα με τους κατοίκους του Άργους. Η πιο προσφιλής μεταμφίεση των ανδρών από παράδοση, ήταν να ντύνονται γυναίκες.

Ο χαρακτήρας του Αργείτικου καρναβαλιού όπως προκύπτει από την κεντρική παρέλαση της Πρωτοχρονιάς είναι κυρίως κοινωνική και πολιτική σάτιρα. Έτσι, στην παρέλαση απολαμβάνει κανείς αναπαραστάσεις τοπικών κοινωνικών φαινομένων από την παράδοση και τη σύγχρονη ζωή, διακωμώδηση του τρόπου ζωής των Αργειτών, αλλά και του πολιτικού έργου των αρχόντων τους. Πολλά θέματα αντλούνται από την πολιτική επικαιρότητα, με αποτέλεσμα η παρέλαση να παίρνει μορφή πολιτικής επιθεώρησης. Με έντονο, λοιπόν, το θεατρικό στοιχείο στην απόδοση των θεμάτων τους παρελαύνουν οι παρέες του καρναβαλιού υπακούοντας συγχρόνως στους ήχους των λαϊκών οργάνων.

Τα τραγούδια που δίνουν το ρυθμό στα βήματα και που συνδέθηκαν μα το Αργείτικο καρναβάλι είναι το «Έντεκα»:

Ήθελα να ΄ρθω ένα βράδυ,
μ΄ έπιασε ψιλή βροχή
κι ας ερχόσουν κι ας βρεχόσουν,
κι ας γινόσουν παπί
ήσουνα στη μάνα σου
και μάζευες ραδίκια,
τώρα που σε πήρα εγώ
γυρεύεις σκουλαρίκια
και ο «Μπερντές»:
Βρε δεν του γαμάς τη μάνα καλέ
αιντε ντε, αιντε ντε
τράβα κόρη τον μπερντέ
κι ο μπερντές είναι κοντός
και μαλώνει ο πεθερός
δεν του…

και οι στίχοι των τραγουδιών δείχνουν τη σατιρική διάθεση των χορευτών.

Τα τελευταία χρόνια με την αναβίωση του καρναβαλιού προστέθηκαν και νέα στοιχεία στην παρέλαση όπως είναι το θέαμα, που προέκυψε και εξαιτίας της μαζικής συμμετοχής των νέων και των παιδιών κατά σχολεία. Έτσι στην παρέλαση της Πρωτοχρονιάς ανταμώνουν το νέο με το παλιό σχολείο.

Πιο ανθεκτικό στο χρόνο αποδείχτηκε το έθιμο της τρίτης μέρας του καρναβαλιού, της «Πατερίτσας», στις 2 Ιανουαρίου που ντύνονται οι γυναίκες. Η ονομασία προέρχεται από τότε που οι γυναίκες καταπιεσμένες μιας άλλης εποχής μεταμφιέζονταν με καλυμμένο το πρόσωπο «έτσι ξεφάντωναν χωρίς ενδοιασμούς» και κρατούσαν μια μαγκούρα, «πατερίτσα» για άμυνα από τα πειράγματα των αρσενικών. Από τότε μέχρι και σήμερα οι Αργείτισες ξεφαντώνουν σε όλους τους μαχαλάδες και στο τέλος καταλήγουν στην πλατεία του Άργους όλες οι παρέες όπου οι μουσικοί «κλαριτζήδες» ανταγωνίζονται σε ένταση με τα κλαρίνα, τα τρομπόνια, τους ζουρνάδες, τα νταούλια. Τις μέρες αυτές έρχονται στο Άργος οι πιο ξακουστοί οργανοπαίχτες από όλη την Δυτική Μακεδονία, αφού δεν αρκούν μόνο οι ντόπιοι.

Απαράλλαχτη στο χρόνο η επιθυμία του ανθρώπου για μέθεξη στο χορό και τη μουσική, μεταβλητή συμβατικά η ονομασία του τόπου και του έτους.