Μαρτυρικά χωριά Δήμου Άργους Ορεστικού

Κωσταράζι

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΚΩΣΤΑΡΑΖΙΟΥ

Το Κωσταράζι είναι ένας οικισμός χτισμένος στα ΒΑ του Ν. Καστοριάς. Κατοικείται από εντόπιους Έλληνες, φιλειρηνικούς ανθρώπους, που πάντα ασχαλούνταν με την γεωργία και κυρίως την κτηνοτροφία. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τους έπληξε από την αρχή του ακόμα, γνωρίζοντας τη βαρβαρότητα των Ιταλών και αργότερα των Γερμανών κατακτητών.

Κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους οι Γερμανοί, για να επιβάλλουν αντίποινα, στράφηκαν εναντίον μικρών και μεγάλων οικισμών, στους οποίους είτε είχαν δημιουργηθεί πυρήνες αντίστασης, είτε παρείχαν υποστήριξη στους αντιστασιακούς (αντάρτες). Ένας τέτοιος οικισμός λοιπόν, ήταν και το Κωσταράζι. Η καταστροφή του τελέστηκε στις 12 και 13 Απριλίου 1944.

Είχε προηγηθεί μια επιδρομή των Γερμανών κατά τον Ιούλιο του 1943, επειδή υπήρχε η υποψία ότι οι κάτοικοι του Κωσταραζίου βοηθούσαν με κάθε τρόπο αντάρτες. Θύμα αυτής της επιδρομής υπήρξε ο Άνθιμος Γαλάνης, ο ιερέας του χωριού. Θεωρήθηκε από τους Γερμανούς ότι υπέθαλπτε αντάρτες και μετά από την σχετική ανάκριση που προέβη άκαρπη τον πυροβόλησαν εξ’ επαφής κάτω από το σαγόνι και η σφαίρα βγήκε πάνω από το κρανίο του. Στη συνέχεια πυρπόλησαν και το σπίτι του. Ήταν το πρώτο σπίτι που κάηκε στο Κωσταράζι.

Κι ερχόμαστε στη μοιραία μέρα της Μ. Τετάρτης της 12ης Απριλίου της επόμενης χρονιάς, δηλαδή του 1944.

Η αιτία για την καταστροφή ήταν ότι το προηγούμενο διάστημα, στο Γερμανικό Φρουραρχείο Καστοριάς είχε φτάσει η πληροφορία ότι ο Δημήτρης Γάβρος και ο συνάδελφός του, μυλωνάδες στο επάγγελμα, είχαν παραχωρήσει τη μπαταρία του μύλου τους στους αντάρτες για τις ανάγκες της λειτουργίας του ασυρμάτου των τελευταίων. Οι Γερμανοί είχαν στοιχεία μόνο για το πρόσωπο του Γάβρου χωρίς να γνωρίζουν τον έτερο μυλωνά Ανδρέα Μότσιο, οπότε και στράφηκαν μόνο εναντίον του. Στην επιχείρηση που στήθηκε πρωτοστάτησε ο επιτελικός Λοχίας της Στρατιωτικής Χωροφυλακής του Φρουραρχείου Καστοριάς, Μίχαελ Έμπερ ή Έμπνα (Michael Ebner). Η δύναμή του αποτελούνταν από 200 Γερμανούς στρατιώτες και 50 κομιτατζήδες. Ερχόμενοι από το Αμύνταιο, κατευθύνθηκαν στο Κωσταράζι, με την διαταγή να συλλάβουν και να μεταφέρουν τον Γάβρο νεκρό ή ζωντανό στο Φρουραρχείο. Μόλις κάποιοι κτηνοτρόφοι που έβοσκαν τα ζώα τους σε πλαγιές έξω από το χωριό αντιλήφθηκαν τις κινήσεις των Γερμανών, ειδοποίησαν τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι προσπάθησαν να ξεφύγουν και να κρυφτούν στα γύρω δάση για να σωθούν. Βλέποντάς τους οι Γερμανοί, που είχαν καταλάβει το ύψωμα Σκάλα και τη θέση Ρόβια, άνοιξαν πυρ πυροβολώντας αδιακρίτως και σκοτώνοντας ένα δωδεκάχρονο αγόρι που βρέθηκε στην εμβέλειά τους. Στη συνέχεια, συγκέντρωσαν όσους είχαν παραμείνει στο χωριό ή που δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν και απαίτησαν από αυτούς να φροντίσουν για την άμεση επιστροφή όλων των διαφυγόντων, και το αντάλλαγμα ήταν η ασφάλεια και η μη επιβολή ποινής σ’ αυτούς. Γι’ αυτό το λόγο, ό ίδιος ο Έμπνερ έστειλε έναν κάτοικο, τον Δημήτριο Τσιτσίνα στο βουνό να μεταφέρει το μήνυμα, αφού τον έντυσε στα λευκά. Έτσι, επέστρεψαν οι κάτοικοι πίσω στο χωριό, όμως ανάμεσά τους δεν ήταν ο μυλωνάς Δημήτρης Γάβρος. Έτσι ο Έμπνερ έστειλε τη σύζυγό τους, επίσης ντυμένη στα λευκά να τον αναζητήσει, όπως και έγινε και κατέβηκε ο μυλωνάς στο χωριό. Εκεί, συνελήφθη άμεσα και ο Έμπνερ τον μετέφερε στο μύλο του, όπου και τον κακοποίησε βάναυσα. Στην επιστροφή του τον υπέβαλλε σε ψυχολογικό μαρτύριο, υποχρεώνοντάς τον να μαζεύει τα αυγά από όσα σπίτια περνούσαν. Κατόπιν, στη θέση Ζολώτα τον σκότωσε εν ψυχρώ μπροστά σε όλους τους συγχωριανούς του, πυροβολώντας τον στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Πέφτοντας ο Γάβρος κατρακύλησε σε μια χαράδρα, όπου εκεί ο Έμπνερ του έδωσε την χαριστική βολή. Παράλληλα, το χωριό προσέγγιζε μία φάλαγγα Γερμανών, που όμως είδε στον ουρανό το σημάδι των 3 φωτοβολίδων. Τους έδειξε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και δεν ήταν απαραίτητο να μεταβούν άμεσα εκεί. Έτσι, όλοι στρατοπέδευσαν όπου βρίσκονταν ως την επόμενη μέρα.

Την επόμενη μέρα, 13 Απριλίου και Μ. Πέμπτη, έφτασε η μονάδα των SS από την Σιάτιστα Κοζάνης, και ο αρχιλοχίας τους μέσω του διερμηνέα τους συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού στη θέση «στου Μπέλ’ την Γκορτσιά». Εκεί ξεχώρισε και συνέλαβε όλους τους άνδρες- 78 στον αριθμό, με σκοπό να τους εκτελέσει επί τόπου. Άμεσα στήθηκαν τα πολυβόλα, αλλά εδώ η διαμεσολάβηση του Έμπνερ υπήρξε προς τιμήν του καίρια, διαβεβαιώνοντας τα SS ότι δεν επρόκειτο ούτε για επικίνδυνους ούτε για αντάρτες. Κι έτσι διέφυγαν την εκτέλεση. Όμως οι άνδρες δεν ελευθερώθηκαν, παρά μεταβιβάστηκαν στα φορτηγά και μεταφέρθηκαν στις φυλακές Καστοριάς, όπου και παραδόθηκαν στα χέρια των στρατιωτών της Βέρμαχτ.

Επειδή κάποιοι ηλικιωμένοι παράκουσαν την εντολή των SS να συγκεντρωθούν στην πλατεία και παρέμειναν στα σπίτια τους, εκτελέστηκαν επί τόπου, μαζί με δύο νήπια που βρίσκονταν μαζί τους. Κατά την αποχώρησή της, η μονάδα των SS πυρπόλησε το χωριό καίγοντάς το ολοκληρωτικά. Μετά την πάροδο κάποιων ημερών, απελευθερώθηκαν οι άνδρες του Κωσταραζίου και μετέβησαν στον τόπο τους μόνο και μόνο για να βρουν έρημη, καμένη γη. Παράλληλα, είχε δοθεί η εντολή, να μην ξαναχτιστεί το χωριό για να μην κατοικηθεί πια. Και οι κάτοικοί του, απομείναντες χωρίς καθόλου υπάρχοντα, και με τις λίγες προμήθειες που τους είχε δώσει ο Ερυθρός Σταυρός να έχουν τελειώσει πολύ σύντομα, αναγκάστηκαν να μεταβούν και να ζήσουν σε άλλα χωριά της περιοχής, όπως το Μαυροχώρι, η Μηλίτσα και οι Αμπελόκηποι.

Ο απολογισμός των υλικών ζημιών της πυρπόλησης ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή 263 οικειών έναντι 14 διασωθέντων με μικρές υλικές ζημίες. 277 οικογένειες έχασαν το σπιτικό τους. Αυτές ήταν μόνο οι υλικές. Η απώλειες σε ανθρώπινες ζωές ήταν συγκεκριμένα:

 

Μαλαματή Μπίτια           ετών 90

Δημήτριος Τσούγκος       ετών 73

Ιωάννης Νατσούλης        ετών 70

Δημήτριος Γάβρος           ετών 54

Νικόλαος Τσώκος            ετών 12

Αικατερίνη Βλάχου          ετών 6

Αδάμ Παντελής                ετών 4

 

Μεταπολεμικά, οι κάτοικοι επέστρεψαν και έχτισαν νέο χωριό σε απόσταση μικρή από το παλαιό, το πυρπολημένο, του οποίου τα ερείπια στέκουν ακόμα, φαντάσματα του παρελθόντος, να θυμίζουν καιρούς χαλεπούς και μνήμες χαραγμένες με μαύρα γράμματα στην ιστορία του.

Το Κωσταράζι ανακυρήχθηκε Μαρτυρικό Χωριό το Μάιο του 2017.

ΔΕΛΤΙΟ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ
ΕΚΘΕΣΗ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΕΩΝ ΝΟΜΑΡΧΙΩΝ

Μελάνθιο

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ

Το Μελάνθιο είναι χωριό χτισμένο στα ΝΔ του Ν. Καστοριάς. Κατοικείται από Έλληνες του Πόντου που έφτασαν σ’ αυτόν τον τόπο με την ανταλλαγή πληθυσμών μετά το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας το 1922. Αυτό καταμαρτυρά και το όνομα του χωριού που είναι φερμένο από τον Πόντο προς ανάμνηση του Μελάνθιου ποταμού. Οι κάτοικοι, κατά βάση γεωργοί και κτηνοτρόφοι, ζούσαν και ζουν ήρεμα και φιλειρηνικά. Γνώρισαν την οργή και την τιμωρία από τον Γερμανό κατακτητή λόγω της ύπαρξης αντιστασιακών πυρήνων και οδηγήθηκαν στην ολική καταστροφή τον Οκτώβριο του 1943.

Στα πλαίσια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεών τους, οι Γερμανοί έστειλαν μία φάλαγγα ώστε να εξοντωθούν όλοι οι πυρήνες ανταρτών μαζί με όσους τους προσέφεραν υποστήριξη. Η φάλαγγα ξεκίνησε στις 3 Οκτωβρίου από το Γερμανικό Φρουραρχείο Καστοριάς, πέρασε από το Άργος Ορεστικό και προωθήθηκε στα χωριά που υπήρχαν στα ΝΔ της Καστοριάς. Την φάλαγγα απάρτιζαν επίσης περίπου 200 Ιταλοί και μερικοί κομιτατζήδες. Το ανόσιο έργο της ολοκληρώθηκε το απόγευμα της 4ης Οκτωβρίου με την πυρπόληση και καταστροφή του Μελανθίου.

Το χωριό είχε ήδη γνωρίσει την βαναυσότητα των Ιταλών. Οι Γερμανοί είχαν πληροφορίες ότι το Μελάνθιο έκρυβε πολλούς αντάρτες που κινούνταν εναντίον τους και προξενούσαν ζημιές. Επίσης, πολύ σημαντικό ήταν το γεγονός ότι το ΕΑΜ διατηρούσε το πολιτικό του γραφείο εκεί, και υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο αρχείο που έπρεπε να πέσει στα χέρια τους. Ο ασύρματος των ανταρτών έπαιρνε ρεύμα από το μύλο του Γιάννη Μουρατίδη. Πριν λίγες μέρες, τα διοικητικά στελέχη του ΕΑΜ είχαν δώσει εντολή οι πολίτες να παραδώσουν τα όπλα τους ώστε να τα μοιράσουν στους αντάρτες, όπως και είχε γίνει. Υπήρχαν όμως ακόμα αρκετά όπλα στο γραφείο του Μελανθίου. Γι’ αυτό το λόγο, οι Γερμανοί είχαν ήδη συλλάβει κοπέλες του χωριού και τις είχαν μεταφέρει στο Φρουραρχείο Καστοριάς για να τις ανακρίνουν. Τις έβαλαν στην στριμωγμένη φυλακή και κατά την δεκαήμερη παραμονή τους εκεί τις τρομοκρατούσαν καθημερινά. Μετά από διαπραγματεύσεις του υπεύθυνου του χωριού, και αφού σιγουρεύτηκαν ότι οι κοπέλες δεν γνώριζαν τίποτα, τις απελευθέρωσαν. Όταν αυτές επέστρεψαν στο χωριό, η καταστροφή είχε ήδη συντελεστεί. Κι επιστρέφουμε στην 4η Οκτωβρίου. Ειδοποιημένοι από τους αντάρτες για την επικείμενη επίθεση, οι Μελανθιώτες εγκατέλειψαν το χωριό. Κάποιοι έφυγαν αμέσως για τα Όντρια και το Βόιο και άλλοι για την Κοτύλη μέσα στο Γράμμο. Οι περισσότεροι, από την πείρα τους ως τότε, είχαν ήδη φτιάξει καλύβες μέσα στο δάσος όπου κρύβονταν με τις οικογένειές τους κατά την διάρκεια των επιθέσεων και των βομβαρδισμών. Έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση εγκατέλειψαν τρέχοντας το χωριό. Δεν πρόλαβαν να κρυφτούν στην ασφάλεια του δάσους μέσα στις καλύβες τους και οι Γερμανοί τους ανακάλυψαν. Εγκατέλειψαν τις καλύβες τρέχοντας με τις σφαίρες να πέφτουν γύρω τους. Σε μια καλύβα μέσα μια γυναίκα γέννησε το μωρό της και ζητούσε από τη μικρή αδελφή της να κλείσει το στόμα του, επειδή έκλαιγε, για να μην προδοθεί η κρυψώνα τους. Όμως τους αντιλήφθηκαν οι Γερμανοί και τους ανάγκασαν αν παραδοθούν με τα χέρια ψηλά. Ευτυχώς την τελευταία στιγμή τους άφησαν να φύγουν τρέχοντας, γιατί εκείνη την ώρα άρχισαν να σκάνε οι κρυμμμένες μέσα στην καλύβα σφαίρες. Και οι Γερμανοί τους πυροβολούσαν στα πόδια. Σκότωσαν όλα τα ζώα που βρήκαν και στην επιστροφή τους, αφού δεν βρήκαν αυτό για το οποίο έψαχναν, έκαψαν το χωριό, ώστε να σβηστεί κάθε ίχνος αντίστασης απέναντι τους και κάθε ελπίδα να ξανασυγκροτηθεί.

Οι κάτοικοι, όταν σιγουρεύτηκαν ότι οι κατακτητές είχαν φύγει, επέστρεψαν στο χωριό, μόνο και μόνο για αν αντικρύσουν καμμένη γη. Έφυγαν τότε και κατευθύνθηκαν προς τα Όντρια και γενικότερα προς το Βόιο, και φιλοξενήθηκαν σε καλύβες συγγενών τους μέσα στο δάσος για αρκετούς μήνες. Επέστρεψαν όμως και ξανάχτισαν την ζωή τους.

Ο απολογισμός των υλικών ζημιών της πυρπόλησης ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή 110 οικειών και 35 διασωθέντων με μικρές υλικές ζημίες σε σύνολο 145. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στο σύνολό τους ήταν οι εξής:

Αλέξανδρος Μουρατίδης        ετών 44

Γεώργιος Μουρατίδης

 

Τραυματίας εκ βομβαρδισμού

Μαγδαληνή Τσολακίδου

 

Ανάπηροι εκ ναρκών

Γιάννης Παναγιωτίδης

Αχιλλέας Γαβριηλίδης

Μιλτιάδης Σπυρόπουλος

Κυριακή Βασιλειάδου

Νικόλαος Σπυρόπουλος

 

Το Μελάνθιο ξαναχτίστηκε στα θεμέλια του παλαιού χωριού και πέρα από τις μνήμες, τίποτε άλλο πλέον δε θυμίζει το μαύρο παρελθόν.

Το Μελάνθιο ανακυρήχθηκε Μαρτυρικό Χωριό τον Φεβρουάριο του 2018.

Νίκη

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΝΙΚΗΣ

Η Νίκη είναι μικρό χωριό στο ΝΔ τμήμα του Ν.Καστοριάς. Κατοικείται αποκλειστικά από  Έλληνες του Πόντου, φερμένους σ’ αυτόν τον τόπο κατά την ανταλλαγή πληθυσμών μετά το καταστροφικό τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κύρια ασχολία τους ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία. Παρότι μικρό το μέγεθος του χωριού και σχετικά λίγοι οι κάτοικοί του, γνώρισαν την οργή του Γερμανού κατακτητή  με αποκορύφωμα την ολική καταστροφή του στις  4 Οκτωβρίου 1943.

Κατά τη Γερμανική Κατοχή ανέχτηκαν φρικτή συμπεριφορά κυρίως από τους κομιτατζήδες κοντινών χωριών, που ενεργούσαν κατ’ εντολή των Γερμανικών Αρχών της Καστοριάς. Αυτές οι εχθροπραξίες είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αντιστασιακών πυρήνων, καθώς και την καθιέρωση της Νίκης ως τόπος συνάντησης  και λήψης αποφάσεων υψηλοτέρων στελεχών του ΕΛΑΣ. Κυρίως όμως η ύπαρξη εντόπιων αντιστασιακών ομάδων, παρά η υπόθαλψη άλλων ανταρτών, ήταν αυτό που ενόχλησε περισσότερο τους Γερμανούς. Πιο συγκεκριμένα, ως επί το πλείστον δρούσαν τη νύχτα μεταβαίνοντας σε άλλα χωριά και συλλαμβάνοντας κομιτατζήδες, καθώς επίσης και μεταβαίνοντας στο Άργος Ορεστικό για να κατασκοπεύσουν τον εχθρό και να προκαλέσουν ανάλογες ζημιές.

Η εκκαθαριστική επιχείρηση από πλευράς Γερμανών ξεκίνησε την 3η Οκτωβρίου 1943, με τη Γερμανική Φάλαγγα των SS να ξεκινά από την Καστοριά και να περνά από το Άργος Ορεστικό, με σκοπό να εξοντώσει κάθε υποψία αντίστασης στα χωριά της ΝΔ Καστοριάς. Η φάλαγγα περιελάμβανε επίσης 400 Ιταλούς και μερικούς κομιτατζήδες. Το βράδυ στρατοπέδευσαν έξω απο το χωριό, και το πρωί, στις 4 Οκτωβρίου πλέον, μπήκαν στο χωριό. Όμως λόγω των ανταρτών που παραφύλαγαν στις σκοπιές, οι κάτοικοι είχαν ειδοποιηθεί και οι άνδρες διέφυγαν για να βρουν προστασία στα κοντινά βουνά. Η φάλαγγα βρήκε μόνο γυναικόπαιδα και αμάχους, περίπου 200 στον αριθμό. Κατά την έρευνά τους και με το πλιάτσικο των κομιτατζήδων βρέθηκαν κάποια όπλα σε σπίτια κρυμμένα κάτω από σωρούς κλαδιών, τις «κλαδαριές». Συγκέντρωσαν τον κόσμο σε ένα χωράφι έξω από το χωριό. Έναν παράλυτο νέο, τον Σταύρο Γρηγοριάδη που δε μπορούσε να μετακινηθεί, τον σκότωσαν επί τόπου. Επειδή ήταν η εποχή που είχαν τις «κλαδαριές», δηλαδή που είχαν μαζέψει σωρούς κλαδιών για ζωοτροφή για τον χειμώνα, περιέκλεισαν τους ανθρώπους μέσα σε έναν κύκλο από κλαδαριές, με απώτερο σκοπό να τους σκοτώσουν και μετά να τους κάψουν για παραδειγματισμό και αντίποινα. Έστησαν το πολυβόλο απέναντί τους και οι κομιτατζήδες, και ιδιαιτέρως ο αρχηγός τους, ζητούσαν επίμονα να τους πυροβολήσουν. Επίσης έκαναν και ψυχολογικό πόλεμο στους αιχμαλώτους. Ο Γερμανός αξιωματικός αρχηγός της φάλαγγας όμως ζητούσε αντάρτες και κρυμμένα όπλα. Ούτε τους μεν βρήκε, ούτε τα δε. Και προς τιμήν του, βλέποντας τις μητέρες με τα παιδιά, και προς μεγάλη απογοήτευσητων κομιτατζήδων, τους άφησε ελεύθερους.

Επέστρεψαν οι γερμανοί στο χωριό και έβαλαν φωτιά σε όλα τα οικήματα, μη εξαιρουμένης ούτε της εκκλησίας του χωριού. Ο στόχος ήταν να μη μείνει ούτε ένα οίκημα όρθιο, έτσι ώστε να μη μπορούν να μείνουν οι κάτοικοι, συνεπώς και να μη βρίσκουν καταφύγιο οι αντάρτες. Αργά το απόγευμα αποχώρησε η Γερμανική δύναμη αφού είχε ολοκληρώσει το ανόσιο έργο της.

Οι κάτοικοι για μήνες έμεναν κάτω από βράχια «μπιστιριές» ή κλαδαριές, τρώγοντας ψωμί από τα καμμένα σιτάρια. «Πικρό» ψωμί από καμμένους σπόρους, και φορούσαν ό, τι είχε περισωθεί. Χαρακτηριστικά, τα μικρά αγοράκια όταν έβγαιναν έξω από το χωριό, φορούσαν φουστανάκια που δεν είχαν καεί.

Ο απολογισμός των υλικών ζημιών της πυρπόλησης ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή 45 οικειών και 3 διασωθέντων με μικρές υλικές ζημίες. 45 οικογένειες έχασαν το σπιτικό τους. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στο σύνολό τους ήταν οι εξής:

Σταύρος Γρηγοριάδης               ετών 35 (παράλυτος)

Κώστας Γουρζουλίδης              (αρχηγός αναρτών με δική του διμοιρία)

Δημήτριος Καραγιαννίδης       ετών 45  (ενώ προσπαθούσε να διαφύγει σε άλλο μέρος)

Η Νίκη ξαναχτίστηκε στα θεμέλια του παλαιού χωριού και πέρα από τις μνήμες, τίποτε άλλο πλέον δε θυμίζει το μαύρο παρελθόν.

Η Νίκη ανακυρήχθηκε Μαρτυρικό Χωριό τον Φεβρουάριο του 2018.

Γέρμας

 Επιδρομή Ιταλών στρατιωτών στον Γέρμα Καστοριάς κατά την περίοδο της Κατοχής (1941 – 44). Ιστόρηση του αείμνηστου Γιώργου Κ. Κατσάνου (+2016).

 

Ήταν μια Κυριακή – δεν θυμούμαι χρονολογία – όταν ένας λόχος ιταλικού στρατού μπλόκαρε το χωριό μου, τον Γέρμα Καστοριάς. Ο σκοπός τους ήταν να τρομοκρατήσουν με κάθε μέσο τον κόσμο, για να τους παραδώσει τα όπλα που είχαν προμηθευτεί οι περισσότεροι κατά την οπισθοχώρηση του Ελληνικού στρατού από το Αλβανικό μέτωπο. Σε όλο το χωριό φώναζαν με τον τηλεβόα: Όλοι οι άνδρες από τα 16 χρόνια μέχρι τα 60 να παρουσιαστούν στο σχολείο. Αν κάποιος δεν παρουσιαστεί και συλληφθεί, θα εκτελεστεί επί τόπου.

   Η απειλή αυτή ήταν εύκολο να γίνει πράξη από το στρατό της Κατοχής. Μπρος, λοιπόν, σ’ αυτήν την απειλή άρχισαν ένας – ένας οι χωριανοί, με κομμένη τη λαλιά και τα κεφάλια τους σκυφτά, να παρουσιάζονται στο σχολείο. Δεν περιγράφονται τα γεγονότα που εξελίσσονταν μέσα στο σχολείο. Ξυλοδαρμός και άλλα τρομακτικά μέτρα μέχρι αναισθησίας. Μάλιστα σκηνοθέτησαν και μια εκτέλεση. Το χωριό ολόκληρο ζούσε ώρες ανείπωτες για τους δικούς του ανθρώπους που δεν μπορούσε τίποτε να κάνει για να τους βοηθήσει.

Μπρος, λοιπόν, σ’ αυτά τα γεγονότα έπρεπε το συντομότερο να αποφασίσω κι εγώ για τον εαυτό μου. Να πήγαινα δηλαδή στο σχολείο, οπότε μην αντέχοντας το ξύλο θα πρόδιδα το όπλο που είχαμε στο σπίτι μας ή τι άλλο μπορούσα να κάνω; Στις δύσκολές στιγμές το μυαλό του ανθρώπου δουλεύει εντατικά.

          Οι γυναίκες του χωριού κυκλοφορούσαν ελεύθερα. Να, λοιπόν, η ιδέα: Να ντυθώ γρήγορα γυναίκα και να φύγω από το χωριό. Δεν υπήρχε χρόνος για αναβολή. Φόρεσα ένα μακρύ φουστάνι να μην φαίνονται τα πόδια μου, κάλυψα το κεφάλι μου με έναν τσοβρέ, πήραμε τα γκιούμια στα χέρια μας με τη μάνα μου και, αφού κάναμε το σταυρό μας, ξεκινήσαμε δήθεν για νερό, να βγούμε έξω από το χωριό. Γράφοντας αυτές τις σειρές συγκλονίζομαι ολόκληρος, γιατί η απόφαση αυτή που είχα πάρει ήταν πολύ τολμηρή, έκρυβε πολλούς κινδύνους· έπαιζα χωρίς αμφιβολία κορώνα γράμματα τη ζωή μου, αν κάτι δεν πήγαινε καλά.

 

Ο Γέρμας Καστοριάς, το γενέθλιο και αγαπημένο
 χωριό του Γιώργου Κ. Κατσάνου.

    Βαδίζαμε σιγά – σιγά προσέχοντας γύρω μας. Μέχρι την άκρη του χωριού τα πήγαμε καλά, όταν ξαφνικά πρόβαλε μπροστά μας ένας Ιταλός στρατιώτης που φύλαγε αυτόν το δρόμο.

    Στο αντίκρισμα του Ιταλού κόντεψα να μείνω επί τόπου. Τα πόδια μου δεν υπάκουαν πια και ένιωθα την καρδιά μου να με αφήνει. Θεέ μου, είπα μέσα μου, δώσ’ μου δύναμη και τούτη τη φορά να γλιτώσω τη ζωή μου. Σταματάει το μυαλό μου, όταν τα φέρνω όλα αυτά στη μνήμη μου. Ο αναγνώστης ας προσπαθήσει να κατανοήσει τη δύσκολη θέση μου εκείνη τη στιγμή.

         

Η αρχοντική οικία της Οικογένειας Κατσάνου
στον Γέρμα Καστοριάς (μέσα 19ου αιώνα).

Αφού ανέπνευσα με όση δύναμη μου είχε απομείνει, βρεθήκαμε πλέον κατάματα με τον Ιταλό. Μας κοίταξε στα μάτια, τον κοιτάξαμε και εμείς, για να μην φανούμε ύποπτοι και χωρίς κανέναν άλλο έλεγχο μας άφησε και περάσαμε.

    Δεν πιστεύαμε στον εαυτό μας. Ναι, ήταν αλήθεια. Το σχέδιο πέτυχε. Ανάσαινα επιτέλους. Η ζωή κερδήθηκε. Έξω από το χωριό σε μια αχυρώνα έβγαλα τα φουστάνια και πήρα δρόμο για το βουνό Μουρίκι. Από δω και πέρα άρχιζε μια νέα άγνωστη περιπέτεια.

          Πού θα διανυκτέρευα;

          Τι θα έτρωγα τις μέρες που οι Ιταλοί θα εξακολουθούσαν το μπλόκο του χωριού;

          Είναι μια άλλη ιστορία αυτή, επίσης τρομερή, γεμάτη κινδύνους και παγίδες, γιατί οι Ιταλοί είχαν πληροφορίες ότι αρκετοί άντρες του χωριού κρύβονται στο βουνό. Ανέβηκαν κι αυτοί στο βουνό μαζί με χωριανούς, τους οποίους υποχρέωναν με το πιστόλι να φωνάζουν ονόματα: «Γιώργο, Νίκο, ελάτε στο χωριό οι Ιταλοί έφυγαν». Η παγίδα ήταν έτοιμη…

 

Ο αείμνηστος Κώστας Φ. Κατσάνος, πατέρας του
Γιώργου Κατσάνου, στο μέσον της φωτογραφίας

Λάγκα

 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΗΣ ΛΑΓΚΑΣ

Η Λάγκα βρίσκεται στο ΝΑ άκρο του Ν. Καστοριάς. Σχεδόν έρημο το χωριό σήμερα, υπήρξε ζωντανός τόπος και σημαντικό κέντρο λήψης αποφάσεων και εξελίξεων της ευρύτερης περιοχής. Αμιγώς Έλληνες οι κάτοικοί της, με παρουσία που χάνεται στους αιώνες, όπως καταμαρτυρούν τόσο τα ευρήματα όσο και τα γραπτά κείμενα από την εποχή των σταυροφοριών ακόμα. Και ακόμα πιο πίσω. Οι άνθρωποί της φιλειρηνικοί και φιλήσυχοι. Οι παλιές γενιές ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην άγονη γη, και οι νέες φώτισαν με τη λάμψη του μυαλού τους τις σκοτεινές εποχές της πατρίδας. Όμως και πατριώτες με ιδιαίτερη ευαισθησία στα ιδανικά, με έντονο το συναίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας και υπέρμετρη αγάπη για την ελευθερία, δε μπορούσαν να ανεχτούν κανέναν κατακτητή. Διέπρεψε η Λάγκα στο Μακεδονικό Αγώνα ως  κέντρο επιχειρήσων, αλλά και στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που έμεινε γνωστή ως Ελεύθερη Ελλάδα. Οι εχθροί δεν μπορούσαν να πατήσουν στη Λάγκα. Όμως, το «Θηρίο» όπως αποκαλούσαν τη Ναζιστική Γερμανία, τους τιμώρησε πολύ σκληρά. Δύο φορές κατάφερε και την έκαψε. Την δεύτερη ολοκληρωτικά.

Η σπουδαιότητα του τόπου φάνηκε από πολύ νωρίς. Ακόμα από τα μέσα του Σεπτεμβρίου του 1940, είχαν αρχίσει οι Ιταλικές πτήσεις και επιθέσεις στη Λάγκα. Η Λάγκα βρίσκεται απέναντι από το Όρος Βίτσι, που υπήρχε Πολεμική Αεροπορική βάση της Ελλάδας. Στο Δημοτικό Σχολείο της Λάγκας σε μία αίθουσα λειτουργούσε εγκατεστημένο το Γραφείο Αεράμυνας και μια διμοιρία στρατού, για να το προστατεύει. Υπήρχε και τηλέφωνο για να επικοινωνούν με τα Κεντρικά της Καστοριάς. Κάθε απόγευμα ιταλικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν μέσα στο χωριό. Έμπαιναν στον εναέριο χώρο μέσω Αλβανίας. Η ώρα των επιθέσεων ήταν αυτή που επέστρεφε ο κόσμος από τις αγροτικές εργασίες στο σπίτι του. Ενώ λοιπόν, βομβαρισμοί λάβαιναν χώρα σε όλα τα χωριά περιμετρικά προς εκφοβισμό, στη Λάγκα πάντα βομβάρδιζαν μέσα στο χωριό για να βρουν τον στόχο τους. Είχε ήδη μάθει ο κόσμος να τρέχει και να κρύβεται μέσα σε σπηλιές και κοιλότητες του εδάφους για να προστατεύεται από τις βόμβες των Ιταλών και τις εναέριες επιδρομές τους.

Ακόμα από την Ιταλική κατοχή είχαν αρχίσει οι συσπειρώσεις ανταρτών στη Λάγκα, και μόλις υποχώρησαν οι πρώτοι, εγκαταστάθηκε στο χωριό το 28ο Σύνταγμα της 9ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Από κει και πέρα, έγινε το Υπαρχηγείο Δ. Μακεδονίας, και Αρχηγείο Γράμμου. Στη Λάγκα υπήρχε το γραφείο στρατολόγησης του ΕΛΑΣ, και τόπος συγκέντρωσης ανταρτών και ανάληψης όλων των σημαντικών αποφάσεων. Εκεί υπήρχε και το γραφείο στρατολόγησης του ΕΛΑΣ. Χαρακτηριστική ημέρα είναι η 1η Μαρτίου 1943, κατά την οποία κυρήχτηκε η «Επανάσταση», δηλαδή η αντίσταση των Ελλήνων κατά των Γερμανών κατακτητών στη Δυτική Μακεδονία. Μια τελετή με κάθε επισημότητα έλαβε χώρα στο κέντρο του χωριού, με τους δύο ιερείς της Λάγκας να ορκίζουν τους αρχηγούς της επανάστασης, και το καθιερωμένο γλέντι με χορό να επισφραγίσει την σπουδαιότητα της ημέρας. Οι αρχηγοί κάλεσαν τον κόσμο σε επιστράτευση, και όλοι οι ενήλικες Λαγκιώτες πήγαν να πολεμήσουν για την πατρίδα. Όπλα είχαν κρυμμένα στα σπίτια, αυτά που άφηνε ο Ελληνικός Στρατός κατά την αποχώρησή του από την Β. Ήπειρο.

Με όλες τις εχθροπραξίες εκ μέρους των ανταρτών, οι Γερμανοί αποφάσισαν να καθαρίσουν την περιοχή από τα ταραχοποιά στοιχεία. Η εκκαθαριστική επιχείρηση λοιπόν ξεκίνησε την 3η Οκτωβρίου 1943, με τη Γερμανική Φάλαγγα των SS να ξεκινά από την Καστοριά και να περνά από το Άργος Ορεστικό, με σκοπό να εξοντώσει κάθε υποψία αντίστασης στα χωριά της ΝΔ Καστοριάς. Η φάλαγγα περιελάμβανε επίσης 400 Ιταλούς και μερικούς κομιτατζήδες. Λόγω της συνεργασίας των ανταρτών με τους Άγγλους που είχαν παρατηρητές στην περιοχή, ειδοποιήθηκαν οι κάτοικοι πολύ νωρίς για τον ερχομό των Ναζί και έφυγαν να προστατευτούν στο βουνό μέσα στο δάσος. Με τους κομιτατζήδες να εκτελούν τις εντολές των Γερμανών και να βάζουν φωτιά στα σπίτια αφού έκαναν το ανάλογο πλιάτσικο, το χωριό κάηκε στο σύνολό του στο 70%. Όρθια απόμειναν μόνο τα σπίτια που ήταν στο δρόμο τους, και που αν τα πυρπολούσαν δε θα μπορούσαν να περάσουν ανάμεσά τους. Εξ ου και το απομείναν 30%. Οι απώλειες ήταν δύο, του Αντώνη Ζησόπουλου και του Ιωάννη Σαμαρά, οι οποίοι ήταν υπερήλικες και αδύνατον να μετακινηθούν. Ο μεν κάηκε στο σπίτι του μέσα, ο δε βρέθηκε δολοφονημένος στην αυλή του σπιτιού του με δεμένο στη μέση του το οικόσιτο επίσης σκοτωμένο γουρούνι του. Τότε κάηκε η Εκκλησία και το Δημοτικό Σχολείο του χωριού, λόγω του ότι υπήρχαν πληροφορίες ότι λειτουργούσαν και ως καταφύγια των ανταρτών, πράγμα που ίσχυε κατά μεγάλο μέρος.

Πολύ αργά το βράδυ οι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν όταν σιγουρεύτηκαν ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει. Ο καπνός τους προειδοποίησε για το τι είχε συμβεί, πριν αντικρύσουν την καταστροφή. Το αποτέλεσμα ήταν οι περισσότερες οικογένειες να φιλοξενηθούν σε συγγενείς, καθώς πλησίαζε ο χειμώνας. Από τα γενήματα που είχαν μισοκαεί έβγαλαν το ψωμί του χειμώνα, πικρό κι αυτό λόγω των καμένων σπόρων. Βέβαια ξεκίνησαν σχεδόν αμέσως να επιδιορθώνουν ή και να χτίζουν από την αρχή τα κατεστραμμένα σπίτια τους. Μόνο και μόνο για να τα δουν να καταστρεφονται ξανά σε λίγους μήνες, το επόμενο καλοκαίρι.

Η τελική καταστροφή της Λάγκας επήλθε στα πλαίσια της επιχείρησης STEINADLER= Χρυσαετός. Η κωδική ονομασία της περιοχής της Λάγκας ήταν ΧΧΙΙ.

Για την 3η Ιουλίου ορίστηκε η μεγάλης σημασίας λοιπόν για τους Γερμανούς επιχείρηση. Οι ομάδες είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν την διαταγή έναρξης. Όμως λόγω καθυστέρησης κυρίως των τμημάτων των SS, αυτή αναβλήθηκε για την επόμενη μέρα. Μια μέρα ακόμα παράταση ζωής πήρε το χωριό.

Την Τρίτη 4 Ιουλίου 13.35μμ άρχισαν όλα. Ήρθε η διαταγή να δοθεί το τέλος του χωριού. Και η διαταγή βγήκε από το Αρχηγείο να ακολουθηθεί ο δρόμος των ανταρτών. Και ξεκίνησε το κακό. Και γράφει το τηλεγράφημα με το αποτέλεσμα ότι «ο εχθρός, μπροστά από βόρεια ομάδα, μέσα από φτιαγμένα χαρακώματα επιτέθηκε προς ανατολάς. Η αγωνιστική ομάδα δια της γραμμής Λάγκα (19 ΝΔ του Άργους Ορεστικού)- Κρύα Νερά  (10 ΟΒΑ από αυτό), Σκαλοχώρι (4 Ο από αυτό)».

Ξεκίνησε η στρατιά από την Καστοριά. Συναντήθηκε με όμοιούς της και ενισχύθηκε στο Άργος Ορεστικό. Και ερχόμενοι στο Νεστόριο, απόγευμα πλέον, έμειναν εκεί να εκτελέσουν το ανόσιο έργο τους. 

Ας δούμε λοιπόν τι συνέβη εκείνη την ημέρα. Τα παραπάνω τμήματα στρατού ενώθηκαν με τις 4 ομάδες που έφεραν τα ονόματα του ορίζοντα: Ομάδα Βορράς (Gruppe Nord), Ομάδα Νότος (Gruppe Sud), Ομάδα Ανατολή (Gruppe Ost),  Ομάδα Δύση (Gruppe West). Πάρα πολλοί πολεμιστές για ένα τόσο μικρό μέρος. Και φυσικά δεν έλειπαν οι κομιτατζήδες. Το ύψωμα του Νεστορίου «το 1171», είναι ένα ύψωμα ανάμεσα στο Νεστόριο και στη Λάγκα. Από εκεί και πιο πίσω, πιο ψηλά, από τον Κόκκινο Βράχο Νεστορίου έγινε η επίθεση στη Λάγκα. Και στη συνέχεια, επιτέθηκαν με το στράτευμα και τους κομιτατζήδες. Να μη μείνει πέτρα, πάνω στην πέτρα, να βρουν τους αντάρτες και να τους εξαφανίσουν, και όποιον βρεθεί στο δρόμο τους.

Ανέβασαν και τους όλμους στα Όντρια. Κι επιτίθονταν σε ό, τι κινούνταν εκεί μέσα. Κυνηγούσαν κάθε τι ζωντανό, και υπήρχαν πολλοί άμαχοι κρυμμένοι εκεί. Και από τη Λάγκα, και από τον Βράχο. Να μη μείνει κανείς ζωντανός.

Και έτσι θα ήταν, αν δεν επενέβαιναν για άλλη μια φορά οι Βρετανοί με τους μυστικούς πληροφοριοδότες τους, να ενημερώσουν τους αντάρτες, οι οποίοι με την σειρά τους τον κόσμο, να φύγει γιατί θα γίνει χαλασμός. Και έφυγαν όλοι. Μόλις είχε ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση του χωριού από την προηγούμενη επιδρομή, ήρθε η νέα και ολοκληρωτική. Ξανά η διαταγή ήταν: «Κρύβονται στα υπόγεια! Κάψτε τους, Σκοτώστε τους! Κάψτε τα όλα!». Οι κομιτατζήδες μπήκαν στα σπίτια, λεηλάτησαν, έκαψαν, κατέστρεψαν. Ευτυχώς δεν βρήκαν κανέναν στο χωριό.

Και όταν δεν είχε μείνει κάτι να ισοπεδώσουν, πήραν τον ανήφορο για το Κρυονέρι και από εκεί στα Ιωάννινα γιατί αυτός ήταν ο δρόμος που θα τους οδηγούσε στην Ήπειρο. Και δεν ξαναφάνηκαν στο χωριό. Το βράδυ στις 4 Ιουλίου είχε κοκκινίσει ο ουρανός.

Πήραν το δρόμο από την Πλακαριά μέσα και έφτασαν το «’Κόνισμα». Εκεί είχε βρει καταφύγιο η Γεωργία Τούλη. Είχε αργήσει να φύγει από το χωριό, και την πρόλαβαν εκεί. Ο θάνατός της από τα εχθρικά βόλια ήταν ακαριαίος. Την βρήκαν αργότερα οι χωριανοί τυλιγμένη σε μια κουβέρτα που είχε μαζί της για να προφυλαχθεί. Μετά από δύο ή τρεις μέρες την βρήκαν,  ακόμα ξαπλωμένη εκεί που είχε προσπαθήσει να κρυφτεί.

Και συνέχισαν τον δρόμο τους χωρίς να βρουν το παραμικρό εμπόδιο για το Κρυονέρι, και από εκεί μέσα στα Γούπατα. Εκεί, το βουνό ήταν γεμάτο από Λαγκιώτες. Κι έφτασαν στο Παλιοκριμίνι κοντά, σε σταβλικές εγκαταστάσεις Λαγκιωτών, τόσο αθόρυβα και τόσο κοντά, που έπιασαν τον κόσμο την ώρα που αρμέγαν τα πρόβατα. Ήταν ο Γιάννης Καλύβας με τον Αποστόλη Ριζόπουλο, και πίσω ήταν ο Ελευθέριος Γεωργίου και ο Θανάσης Παπαδημητρίου. Ο δε Αλέξανδρος Γεωργίου ήταν πιο πέρα, γιατί μάζευε τα σκορπισμένα γιδοπρόβατα. Οι Γερμανοί έφτασαν ανενόχλητοι μέχρι το πίσω μέρος της στρούγγας που ήταν ο Ελευθέριος Γεωργίου και ο Θανάσης Παπαδημητρίου. Ο Αποστόλης Ριζόπουλος γυρίζοντας το κεφάλι του προς την στρούγγα για να πάρει το επόμενο πρόβατο ν’ αρμέξει είδε τους Γερμανούς στο πίσω μέρος, και λέει στο Γιάννη Καλύβα: «Γιάννη! Οι Γερμανοί!» Και ξεκίνησαν και οι δύο για να φύγουν και να κρυφτούνε. Ο μεν Απoστόλης τραυματίστηκε ελαφρά, στάθηκε τυχερός όμως. Όπως έκανε προς τον κατήφορο, βρήκε μια οξιά κούφια, που τον χωρούσε μέσα ο κορμός, και μπροστά είχε φύλλα απ’ τις λεγόμενες μπαρμπούτες. Όταν φώναξαν «Αλτ!» ο Γιάννης Καλύβας δεν γύρισε να παραδοθεί. Κι έτσι τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Έπεσε στο ρέμα μπροστά στον Αποστόλη. Και μπροστά στα μάτια του ο Αποστόλης είδε να ρίχνουν οι Γερμανοί στο Γιάννη την χαριστική βολή. Έπιασαν και τους άλλους δύο, αιχμαλώτους. Τον Ελευθέριο Γεωργίου και τον Αθανάσιο Παπαδημητρίου. Λόγω του περασμένου της ηλικίας, μάλλον, ο Αθανάσιος Παπαδημητρίου, αφέθηκε ελεύθερος. Τον Ελευθέριο Γεωργίου τον πήραν αιχμάλωτο στη Θεσσαλονίκη στου Παύλου Μελά.

Αντιλαμβανόμενοι οι Λαγκιώτες ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει, κατέβηκαν στο χωριό, για να δουν άλλη μια φορά μπροστά τους τα συντρίμια της ζωής τους. Και ξανά, άρχισαν αμέσως να χτίζουν το χωριό τους, ζώντας μέσα στα χαλάσματα, μιας και ήταν καλοκαίρι.

Αιχμάλωτοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης

Αχιλλέας Σπύρου

Παναγιώτης Ριζόπουλος

Περικλής Ριζόπουλος

Αθανάσιος Παπαδημτρίου

Ελευθέριος Γεωργίου

 

Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στο σύνολό τους ήταν οι εξής:

Ιωάννης Καλύβας

Αντώνης Ζησόπουλος

Ιωάννης Σαμαράς

Γεωργία Τούλη

Νικόλαος Καραντίνος

Φώτης Δήμου

 

Η Λάγκα ξαναχτίστηκε στα θεμέλια του παλαιού χωριού και πέρα από τις μνήμες, τίποτε άλλο πλέον δε θυμίζει το μαύρο παρελθόν.

Η Λάγκα κυρήχθηκε Μαρτυρικό Χωριό τον Αύγουστο του 2019.

Ο Δήμος Άργους Ορεστικού πέτυχε την αναγνώριση των πέντε Κοινοτήτων ως Μαρτυρικών Χωριών και συμμετέχει στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας περιόδου 1940-1945 «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ», το οποίο έχει σκοπό τη διατήρηση άσβεστης της ιστορικής μνήμης, την καταδίκη των θηριωδιών εκείνης της περιόδου, τη διεκδίκηση των ηθικών και υλικών αποζημιώσεων και την ανάδειξη μηνυμάτων ειρήνης, φιλίας και συναδέλφωσης των λαών.

Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών της Ελλάδας